- στυγνηγόρος
- -ον, Α1. αυτός που αγορεύει και λέει δυσάρεστα πράγματα, αυτός που προλέγει συμφορές2. (για χρόνο) αυτός κατά τον οποίο επιβάλλεται να λέει κανείς λυπηρά πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + -ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. ετυμ-ηγόρος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.